κακοφραδμοσυνη

κακοφραδμοσυνη
    κακοφραδμοσύνη
    κᾰκο-φραδμοσύνη
    ἥ Democr. = κακοφραδία См. κακοφραδια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κακοφραδμοσυνη" в других словарях:

  • κακοφραδμοσύνη — κακοφραδμοσύνη, ἡ (Α) [κακοφράδμων] (ποιητ. λ.) κακοφραδία* …   Dictionary of Greek

  • κακοφραδμοσύνην — κακοφραδμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφραδμοσύνῃσι — κακοφραδμοσύνη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφραδμοσύνας — κακοφραδμοσύνᾱς , κακοφραδμοσύνη fem acc pl κακοφραδμοσύνᾱς , κακοφραδμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»